Κυριακή 27 Φεβρουαρίου 2011

Άντε, και του χρόνου ! (όσοι απομείναμε)

Η φετινή συγκομιδή ελιάς τέλειωσε και μαζί της “τελειώνουν” κάμποσοι ακόμα ελαιοπαραγωγοί , αφού η τιμή (παραγωγού) του λαδιού είναι χαμηλότερη από τη περσινή (2,15 € για την πρώτη ποιότητα με τάση μείωσης) και η ζήτηση πεσμένη.

Η παραγωγή 10.500 κιλών λαδιού θα μπορούσε να μου δώσει «εισόδημα» 22.500 €. Μια χαρά ακούγεται, αλλά, επειδή έχω βάλει κάτω με χαρτί και μολύβι τα έξοδα που χρειάστηκαν για την παραγωγή αυτή, ο λογαριασμός δεν βγαίνει, καθόσον τα έξοδα ξεπέρασαν τις 19.500 € δίχως να υπολογίσω αποσβέσεις και μάλιστα για καλλιέργεια όχι ποτιστική. Εν τέλει, μεροκάματο δεν βγήκε. Δυστυχώς έτσι είναι τα πράγματα και επειδή είναι έτσι, δηλαδή επειδή ο ελαιοπαραγωγός δεν μπορεί πλέον να βγάλει μεροκάματο, δεν έχει άλλη επιλογή από το μειώσει το κόστος παραγωγής. Εδώ όμως δεν υπάρχει κανένα πραγματικό ελαστικό περιθώριο, οπότε αναγκαστικά ακολουθείται η μέθοδος «μη καλλιέργεια». Όλο και περισσότεροι δηλαδή ελαιοπαραγωγοί δεν μπορούν να ανταποκριθούν στο κόστος συστηματικής καλλιέργειας και αποθέτουν τις ελπίδες τους για κάποια καλή παραγωγή στον καλό θεό της Ελλάδας και στον καλό της τον καιρό, που και οι δύο μαζί φέρνουν τον κακό τους τον καιρό, γιατί ο δάκος κάνει πάρτι, ο πάγος καταστρέφει τον καρπό, το χώμα δεν αντέχει δίχως βοήθεια να θρέψει τα δέντρα και το λαδάκι φτάνει στο τραπέζι σαν είδος πολυτελείας, αφού στοιχίζει κοντά στα 8 € το κιλό (κιλό λέω όχι λίτρο, ε; …), ενώ η ποιότητά του διαρκώς υποβαθμίζεται.

Όσο η οικονομική κρίση βαθαίνει κι όσο η φτώχεια εξαπλώνεται, τόσο πιο ευεπίφορο γίνεται το περιβάλλον για βαρύγδουπες εξαγγελίες περί δήθεν μέτρων τόνωσης της παραγωγής ελληνικών προϊόντων. Εξαγγελίες από πολιτικούς και «υπηρεσιακούς» παράγοντες, που ζήτημα είναι αν ξεχωρίζουν το μπρόκολο από το κουνουπίδι, ενώ είναι βέβαιο πως θεωρούν το χώμα βρομιά και τη χειρωνακτική εργασία κατάρα. Εξαγγελίες σαν εκείνες τις προ χρόνων, που έταζαν λαγούς με επιδοτούμενα πετραχήλια στους ελαιοπαραγωγούς που θα προσχωρούσαν σε «προγράμματα» βιολογικής καλλιέργειας (δηλαδή στο, κατά την άποψή μου, δίδυμο της μεγάλης απάτης μαζί με τα «προγράμματα» αγροτουρισμού).

Με τούτα και με κείνα το πάλαι ποτέ εθνικό προϊόν (ελαιόλαδο) κατάντησε για τους παραγωγούς από πηγή ζωής σε πηγή μιζέριας και για τους καταναλωτές είδος πολυτελείας.

Ποιος φταίει;

Το εύκολο είναι να επαναλάβει κανείς το προφανές. Ότι δηλαδή ευθύνεται το σύνολο των μεταπολιτευτικών κυβερνήσεων που υπηρέτησε δουλικά τις ευρωκοινοτικές πολιτικές και, εν προκειμένω, τις δήθεν Κοινές Αγροτικές Πολιτικές που μετέτρεψαν τη χώρα από γεωργοκτηνοτροφική σε χώρα παραγωγής κοπανιστού αέρα. Με ένα καλομελετημένο, αποτελεσματικό και απλό στη σύλληψή του σχέδιο οι εκπρόσωποι των ολιγαρχών που εδρεύουν στις Βρυξέλες διέλυσαν τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας, δηλαδή την γεωργοκτηνοτροφική παραγωγή και τον βασισμένο σ’ αυτή δευτερογενή τομέα, οδηγώντας τη χώρα σε υπερδανεισμό και βαθειά οικονομική κρίση. Χρειάστηκε βεβαίως να ξοδέψουν κάποια σοβαρά κονδύλια που επενδεδυμένα με φανταιζί ορολογίες του τύπου προγράμματα «αναδιαρθρώσεων», «βιολογικής καλλιέργειας», «αγροτουρισμού», «νέων αγροτών» κτλ. μοιράστηκαν σε δεκάδες χιλιάδες Έλληνες παραγωγούς. Εννοείται πως το τζάμπα χρήμα (επιδοτήσεις & ενισχύσεις) - που πλην των άλλων εξέθρεψε μια ολόκληρη παρασιτική τάξη επιτήδειων και ημέτερων αργόσχολων – πληρώθηκε και συνεχίζει να πληρώνεται στο πολλαπλάσιο στους κοινοτικούς ολιγάρχες. Αυτό το τζάμπα χρήμα έστειλε χιλιάδες παραγωγούς στα καφενεία, στη συναλλαγή με πολιτικά γραφεία, στα σκυλάδικα των επαρχιακών δρόμων, στη δήθεν παροχή υπηρεσιών και εν τέλει στον αφανισμό. Γιατί το τζάμπα χρήμα κρατάει για λίγο, ίσα που να καταστραφεί το χωράφι. Μετά έρχεται το αδιέξοδο.

Το δύσκολο είναι να δεχτεί κανείς ότι τεράστιες ευθύνες ανήκουν και στους Έλληνες παραγωγούς που υπάκουσαν ή συνεργάστηκαν με τους φορείς του εγχώριου πολιτικού κατεστημένου. Που σωρηδόν προσχώρησαν σε λογικές και συμπεριφορές ευκαιριακού τύπου. Θα συμφωνήσω ασφαλώς πως η λειτουργία του πελατειακού κράτους, η καταλυτική προπαγάνδα των τηλεοπτικών μέσων, η έλλειψη δομών υποστήριξης και καθοδήγησης καθώς και η πλήρης απουσία προοπτικής, δημιούργησαν συστηματικά ένα ολότελα θολό περιβάλλον, μέσα στο οποίο η ανάγκη επιβίωσης και η αγωνία για το αύριο οδήγησαν χιλιάδες παραγωγούς, σχεδόν αναγκαστικά, στην αγκαλιά της επιδότησης και της μικροκομπίνας που τους έκλειναν πονηρά το μάτι.

Πράγματι έτσι είναι αλλά, φίλοι μου ελαιοπαραγωγοί, με τούτα και με εκείνα έχω την εντύπωση πως, όταν ο αναιδής «μαζί τα φάγαμε» αμολάει τις μπηχτές του, δυστυχώς υπαινίσσεται και εμάς. Εκείνους από εμάς που, ενώ κάναμε μια παραγωγή 2000 τόνους, δηλώναμε τα διπλά, για να εισπράξουμε το τζάμπα χρήμα της επιδότησης, που «γράφαμε» τα χωράφια στον ανιψιό για να μπούμε στο πρόγραμμα της πρόωρης αγροτικής σύνταξης, που στα μουλωχτά τρυπώναμε μέσα στα πολιτικά γραφεία παζαρεύοντας την ένταξη σε ένα επιδοτούμενο πρόγραμμα και τον διορισμό του παιδιού σε μια καρέκλα του δημοσίου. Η ανάγκη θα μου πείτε. Εντάξει, αλλά δεν νομίζω ότι αυτό δικαιολογεί ή έστω εξηγεί τα πάντα. Σίγουρα πάντως δεν εξηγεί το γεγονός ότι η ελληνική περιφέρεια γέμισε με «πολιτιστικά κέντρα» παντός τύπου ούτε το ότι η ύπαιθρος κατακλύστηκε από οικονομικούς μετανάστες που δουλεύουν με μεροκάματο 15 ευρώ και διαβιούν σε συνθήκες ζωώδεις.

Και τώρα τι κάνουμε;

Δεν έχω κάποια λύση και ούτε αυτό είναι δική μου δουλειά. Απλώς προβληματίζομαι και φοβάμαι ότι τα πράγματα θα χειροτερέψουν ακόμα περισσότερο για τους ελαιοπαραγωγούς, όπως ασφαλώς και για το σύνολο του αγροτικού κόσμου, ιδιαίτερα μάλιστα που τώρα τελευταία αντιλαμβάνομαι ότι πάει να ανοίξει ξανά συζήτηση για «αναθέρμανση» και «ανασυγκρότηση» της αγροτικής οικονομίας, για συνεταιρισμούς «νέου τύπου» και άλλα τέτοια. Κάτι θα σκαρφιστούν πάλι για να ξοδευτεί τζάμπα χρήμα με σκοπό τον αφανισμό όποιας παραγωγής απέμεινε. Κάτι σαν τις προ έτους φυτείες φωτοβολταϊκών συστημάτων στους κάμπους. Δεν είμαι καχύποπτος, απλώς αντιλαμβάνομαι ότι η συγκεκριμένη πολιτική τάξη που υλοποίησε τα σχέδια αφανισμού της γεωργοκτηνοτροφικής παραγωγής έχει εκ των πραγμάτων χάσει κάθε νομιμοποίηση ως προς το να συζητήσει τώρα για την ανάκαμψή της. Υπό αυτήν την έννοια υποπτεύομαι πως καμία ουσιαστική συζήτηση δεν μπορεί να γίνει και καμία ουσιαστική προοπτική για ανασυγκρότηση της γεωργοκτηνοτροφικής παραγωγής δεν πρόκειται να δημιουργηθεί όσο βρίσκεται στα πράγματα η σημερινή, δουλική προς τα υπερεθνικά ολιγαρχικά συμφέροντα, πολιτική τάξη.

Ατυχώς, όπως έχουν εξελιχθεί τα πράγματα στην ελαιοπαραγωγή, φαίνεται πως οι μικροί και μεσαίοι παραγωγοί έχουν καταδικαστεί σε οριστικό αφανισμό. Προσωπικά θεωρώ βέβαιο ότι στην επόμενη δεκαετία θα παρατηρηθεί συγκέντρωση των ελαιώνων σε λίγα χέρια και ο σημερινός χάρτης μικροϊδιοκτητών θα αποτελεί χάρτη παρελθόντος. Συνειδητά και συστηματικά υπονομεύτηκαν και διαλύθηκαν οι συνεταιρισμοί ελαιοπαραγωγών, ώστε να ανοίξει ο ορίζοντας για τα νέα τσιφλίκια. Για μεγάλες ιδιοκτησίες με δεκάδες εργάτες γης και με όγκο παραγωγής που να επιτρέπει καθετοποίηση. Να ξεκινούν δηλαδή από την καλλιέργεια του δέντρου και να φτάνουν μέχρι την τυποποίηση του προϊόντος στο μπουκάλι, ίσως και την εμπορία του. Δυστυχώς για τους παραγωγούς, αλλά και για τους καταναλωτές, δεν διακρίνω σήμερα κάτι που θα μπορούσε να δικαιολογήσει την ελάχιστη πιθανότητα πως αυτή η προοπτική μπορεί να εξελιχθεί διαφορετικά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.